σκαμνάκι

σκαμνάκι
Ημιορεινός οικισμός (101 κάτ., υψόμ. 220 μ.), στην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 101 κάτ.) και βρίσκεται νοτιοδυτικά του Γυθείου.
* * *
το, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σκαμνί
2. στον πληθ. τα σκαμνάκια
είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παιδιά πλέκουν τα χέρια τους και ένα τρίτο κάθεται πάνω σε αυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαμνάκι — το ιού, μικρό σκαμνί· ο πληθ., σκαμνάκια, τα είδος παιχνιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρήνυξ — θρῆνυξ και βοιωτ. τύπος θρᾱνυξ, ὁ (Α) το χαμηλό σκαμνάκι, το υποπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θρήνυς, παρεκτεταμένος με ουρανικό (πρβλ. βοιωτ. θράνυξ)) …   Dictionary of Greek

  • σκιμπόδιον — τὸ, Α [σκίμπους, οδος] υποκορ. μικρό σκαμνί, σκαμνάκι …   Dictionary of Greek

  • υπόβαθρο — το / ὑπόβαθρον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα, στυλοβάτης, βάση πάνω στην οποία στηρίζεται μια κατασκευή ή ένα φυσικό ή τεχνητό σύστημα 2. (γεωλ. πετρογρ.) το στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω από άμμους, ιλύ, αργίλους ή άλλα χαλαρά… …   Dictionary of Greek

  • χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”